συσσίτιο

συσσίτιο
Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά γεύματα που σε παλιότερες εποχές τα ονόμαζαν ανδρεία ή ανδρεία φιδίτια, δηλαδή σ. αντρών. Αργότερα πήραν το όνομα φιδίτια ή φειδίτια, κι εκείνος που έπαιρνε μέρος σ’ αυτά ονομαζόταν φειδίτης. Κανείς δεν μπορούσε να απουσιάσει παρά μόνον αν είχε κάποια βάσιμη δικαιολογία. Το γεύμα γινόταν από τις υποχρεωτικές συνεισφορές εκείνων που έπαιρναν μέρος. Κάθε φειδίτης έπρεπε να δίνει μηνιαίως κριθάρι, κρασί, τυρί, σύκα και χρήματα για να αγοραστεί το κρέας. Το κράτος πλήρωνε μόνο για τη συντήρηση των δύο βασιλέων, της Σπάρτης, που ο καθένας έπαιρνε από διπλή μερίδα. Τα μέρη όπου γίνονταν τα σ. ονομάζονταν σκηνές, και οι φειδίτες χωρίζονταν σε ομάδες από 15 περίπου μέλη. Τα μέλη κάθε ομάδας ονομάζονταν σύσκηνοι. Στο κοινό τραπέζι των δύο βασιλέων έτρωγαν εκείνοι που συνήθως αποτελούσαν τη συνοδεία τους στις μάχες. Την εποπτεία και επιμέλεια των σ. είχαν οι πολέμαρχοι. Κύριο πιάτο ήταν ο γνωστός μέλας ζωμός (κρέας βρασμένο μέσα στο αίμα του, με ξύδι και αλάτι), από τον οποίο καθένας έπαιρνε μόνο μια ορισμένη ποσότητα, ενώ είχε όσο ήθελε κριθαρένιο ψωμί και κρασί. Έπειτα ακολουθούσε ένα είδος επιδορπίου, που αποτελείτο από τυρί, ελιές και σύκα. Κατόπιν μπορούσαν να φάνε ένα δεύτερο πιάτο, που το αποτελούσαν σιταρένιο ψωμί ή κυνήγι που σκότωναν οι ίδιοι. Στην Κρήτη, τρώγανε καθιστοί, στη Σπάρτη όμως, είχαν τη συνήθεια να τρώνε πλαγιαστοί σε ξύλινους πάγκους. Στην Κρήτη τα σ. πληρώνονταν από ένα ειδικό δημόσιο ταμείο, και κάθε πολίτης έδινε γι’ αυτό μια δεκάτη (φόρο) πάνω στα προϊόντα της γης του, καθώς και ένα ετήσιο ποσό χρημάτων για κάθε δούλο. Το ταμείο, όχι μόνο κάλυπτε τα έξοδα των σ. αλλά πλήρωνε κι ένα ποσό για τα έξοδα των γυναικών, παιδιών και δούλων που δειπνούσαν στο σπίτι. Τα αγόρια έπαιρναν τη μισή μόνο μερίδα κρέατος από εκείνην ενός ενήλικου. Οι νέοι έπιναν ορισμένοι ποσότητα κρασιού, ενώ οι γεροντότεροι όσο ήθελαν. Μετά το φαγητό, περνούσαν λίγη ώρα συζητώντας κυρίως πολιτικά.
* * *
το / συσσίτιον, ΝΜΑ [σύσσιτος]
κοινή σίτηση, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο
νεοελλ.
1. το φαγητό τών στρατιωτών
2. μερίδα φαγητού που δίνεται σε άπορα άτομα από διάφορα φιλανθρωπικά ή κρατικά ιδρύματα
αρχ.
1. το μέρος όπου συντρώγουν πολλά άτομα, αίθουσα κοινού γεύματος ή κοινού δείπνου
2. συντροφιά, παρέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συσσίτιο — το 1. κοινό γεύμα. 2. το φαγητό που δίνεται στους στρατιώτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συσσιτιολόγιο — και συσσιτολόγιο, το, Ν κατάλογος τών ατόμων που παίρνουν συσσίτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + λόγιο (< λόγος*), πρβλ. απουσιο λόγιο] …   Dictionary of Greek

  • αποσυσσιτώ — ἀποσυσσιτῶ ( έω) (Α) απουσιάζω από το δημόσιο συσσίτιο …   Dictionary of Greek

  • ζωοτροφία — (I) η (Μ ζωοτροφία) [ζωοτρόφος (Ι)] η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση τής ζωής νεοελλ. στον πληθ. οι ζωοτροφίες τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση τής ζωής, τα αναγκαία προς το ζην μσν. 1. ο ανεφοδιασμός 2. συσσίτιο. (II) η (AM ζῳοτροφία)… …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • καραβάνα — η (Μ καραβάνα) μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο βάζει ο κάθε στρατιώτης το συσσίτιό του νεοελλ. φρ. 1. «λόγια τής καραβάνας» αερολογίες 2. «παλιά καραβάνα» α) παλιός στρατιωτικός β) άνθρωπος με μεγάλη πρακτική πείρα μσν. 1. μεγάλο πλοίο 2. ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • παραλήπτης — ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ [παραλαμβάνω] νεοελλ. αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που τού δίνουν ή που προορίζεται γι αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής») αρχ. 1. άτομο… …   Dictionary of Greek

  • συσσιτιάρχης — ο, Ν στρ. υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας, υπεύθυνος τού λόχου για την παρασκευή τού συσσιτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… …   Dictionary of Greek

  • ταγίνι — και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν 1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή 2. (κατ επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.) 3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”